κουτουρού

κουτουρού
(συν. στη φρ.) «στα κουτουρού» — απερίσκεπτα, χωρίς υπολογισμό, στην τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. goturu].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουτουρού — (λ. τουρκ.), επίρρ., ασύνετα, απερίσκεπτα, στο βρόντο: Βαδίζει στα κουτουρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτουράδα — η 1. αμελέτητη πράξη, απερισκεψία 2. επίρρ. χωρίς υπολογισμό, κουτουρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτουρού + άδα (πρβλ. αφηρημ άδα, ζαλ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • κουτουριά — κουτουριά, ἡ (Μ) [κουτουρού] παράτολμη πολεμική ενέργεια, τολμηρή επιχείρηση, τόλμημα …   Dictionary of Greek

  • στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • τυφλός — ή, ό / τυφλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος (α. «είναι εκ γενετής τυφλός» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῑς», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, αλλά και τη διάνοια, το πνεύμα)… …   Dictionary of Greek

  • τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα …   Dictionary of Greek

  • χαμένος — η, ο, Ν 1. (για πράγμ.) αυτός που έχει χαθεί (α. «χαμένη βαλίτσα» β. «χαμένη υπόθεση») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχασε χρήματα σε χαρτοπαίγνιο ή σε επιχείρηση 3. μτφ. ανόητος, ευήθης 4. υβριστική έκφραση («τί θες βρε χαμένε και συνεχώς μέ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”